- συνδοτήρ
- συν-δοτήρ, ῆρος, ὁ, Mitgeber
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνδοτήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που δίνει, παρέχει κάτι μαζί ή από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνδο τού συνδίδωμι (πρβλ. σύνδο σις + επίθημα τήρ (πρβλ. απο δο τήρ, εκ δο τήρ)] … Dictionary of Greek
συνδότης — ὁ, Μ [συνδίδωμι] αυτός που χορηγεί κάτι από κοινού με άλλον, συνδοτήρ* … Dictionary of Greek
ՏՐԱԿԻՑ — (կցի, ցացա.) NBH 2 0895 Chronological Sequence: Unknown date ա. συνδοτήρ qui una largitur. Զոյգ ընդ այլում տուօղ. *Տրակից եւ բաշխողակից բնաւորապէս. Կիւրղ. գանձ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)